- καθυπερτερητικός
- καθυπερτερ-ητικός, ή, όν,A prevalent, prepollent,
δύναμις Vett.Val.102.14
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δύναμις Vett.Val.102.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθυπερτερητικός — καθυπερτερητικός, ή, όν (Α) [καθυπερτερώ] αυτός που υπερτερεί, που υπερέχει … Dictionary of Greek
καθυπερτερητικήν — καθυπερτερητικός prevalent fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)